ηδυβόης

ηδυβόης
ἡδυβόης, δωρ. τ. ἁδυβόας, ὁ (Α)
αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκύφθογγος, γλυκόλαλος («ἁδυβόᾳ... αὐλῶν πνεύματι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -βοής (< βοή), πρβλ. εγερσι-βόης, οξυ-βόης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἡδυβόαι — ἡδυβόης sweet sounding masc nom/voc pl ἡδυβόᾱͅ , ἡδυβόης sweet sounding masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδυβόᾳ — ἁ̱δυβόαι , ἡδυβόης sweet sounding masc nom/voc pl (doric) ἁ̱δυβόᾱͅ , ἡδυβόης sweet sounding masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυβόας — ἡδυβόᾱς , ἡδυβόης sweet sounding masc acc pl ἡδυβόᾱς , ἡδυβόης sweet sounding masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… …   Dictionary of Greek

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”